- κτηνοβατώ
- (Μ κτηνοβατῶ, -έω) [κτηνοβάτης]είμαι κτηνοβάτης, συνουσιάζομαι με ζώο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτηνοβατώ — συνουσιάζομαι με ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)